Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔδενδρος
εὐδερκής
εὔδηλος
εὐδήμων
εὐδίᾱ
εὐδιάβατος
εὐδιάβλητος
εὐδιάβολος
εὐδιᾱεριαυρινήχετος
εὐδιαίτερος
εὐδίαιτος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιαλλάκτως
εὐδιάλυτος
εὐδιᾱνός
εὐδιάσπαστος
εὐδιάφθαρτος
εὐδιάφθορος
εὐδιάω
εὐδιεινός
View word page
εὐ-δίαιτος
εὐ-δίαιτοςονadjδίαιτα living economicallyopp. extravagantlyX.

ShortDef

living temperately

Debugging

Headword:
εὐδίαιτος
Headword (normalized):
εὐδίαιτος
Headword (normalized/stripped):
ευδιαιτος
IDX:
15939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15940
Key:
εὐδίαιτος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-δίαιτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-δίαιτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δίαιτα</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>living economically<Expl>opp. extravagantly</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐδίαιτος'}