Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐδάκρῡτος
εὐδάπανος
εὐδείελος
εὔδειπνος
εὔδενδρος
εὐδερκής
εὔδηλος
εὐδήμων
εὐδίᾱ
εὐδιάβατος
εὐδιάβλητος
εὐδιάβολος
εὐδιᾱεριαυρινήχετος
εὐδιαίτερος
εὐδίαιτος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιαλλάκτως
εὐδιάλυτος
εὐδιᾱνός
εὐδιάσπαστος
View word page
εὐ-διάβλητος
εὐ-διάβλητοςονadjδιαβάλλω of personseasily set at variancew. one anotherArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐδιάβλητος
Headword (normalized):
εὐδιάβλητος
Headword (normalized/stripped):
ευδιαβλητος
IDX:
15935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15936
Key:
εὐδιάβλητος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-διάβλητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-διάβλητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διαβάλλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>easily set at variance<Expl>w. one another</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐδιάβλητος'}