Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐδαιμονίᾱ
εὐδαιμονίζω
εὐδαιμονικός
εὐδαιμονισμός
εὐδαίμων
εὐδάκρῡτος
εὐδάπανος
εὐδείελος
εὔδειπνος
εὔδενδρος
εὐδερκής
εὔδηλος
εὐδήμων
εὐδίᾱ
εὐδιάβατος
εὐδιάβλητος
εὐδιάβολος
εὐδιᾱεριαυρινήχετος
εὐδιαίτερος
εὐδίαιτος
εὐδιάκοπος
View word page
εὐ-δερκής
εὐ-δερκήςέςadjδέρκομαι of a circumstanceclear to see, easy to comprehendA.fr.

ShortDef

seeing brightly, bright-eyed

Debugging

Headword:
εὐδερκής
Headword (normalized):
εὐδερκής
Headword (normalized/stripped):
ευδερκης
IDX:
15930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15931
Key:
εὐδερκής

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-δερκής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-δερκής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δέρκομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a circumstance</Indic><Tr>clear to see, easy to comprehend</Tr><Au>A.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐδερκής'}