Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδιάβλητος
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιάκριτος
ἀδιαλείπτως
ἀδιάλλακτος
ἀδιάλυτος
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπλαστος
ἀδιάπτωτος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
ἀδιάφορος
ἀδιαχώριστος
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμήν
View word page
ἀ-διάπλαστος
ἀ-διάπλαστοςονadjδιαπλάττω of embryonic creaturesunmoulded, unshapedPl.

ShortDef

as yet unformed

Debugging

Headword:
ἀδιάπλαστος
Headword (normalized):
ἀδιάπλαστος
Headword (normalized/stripped):
αδιαπλαστος
IDX:
1591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1592
Key:
ἀδιάπλαστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-διάπλαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-διάπλαστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διαπλάττω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of embryonic creatures</Indic><Tr>unmoulded, unshaped</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδιάπλαστος'}