Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔγνητος
εὐγνωμονέω
εὐγνωμοσύνη
εὐγνώμων
εὔγνωστος
εὔγομφος
εὐγονίᾱ
εὔγυιος
εὐγωνίᾱ
εὐγώνιος
εὐδαίδαλος
εὐδαιμονέω
εὐδαιμονίᾱ
εὐδαιμονίζω
εὐδαιμονικός
εὐδαιμονισμός
εὐδαίμων
εὐδάκρῡτος
εὐδάπανος
εὐδείελος
εὔδειπνος
View word page
εὐ-δαίδαλος
εὐ-δαίδαλοςονadjof a ship, a templefinely craftedB.

ShortDef

beautifully wrought

Debugging

Headword:
εὐδαίδαλος
Headword (normalized):
εὐδαίδαλος
Headword (normalized/stripped):
ευδαιδαλος
IDX:
15918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15919
Key:
εὐδαίδαλος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-δαίδαλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-δαίδαλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a ship, a temple</Indic><Tr>finely crafted</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐδαίδαλος'}