Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐγήρως
εὐγλωσσίᾱ
εὔγλωσσος
εὔγματα
ἐύγναμπτος
εὔγνητος
εὐγνωμονέω
εὐγνωμοσύνη
εὐγνώμων
εὔγνωστος
εὔγομφος
εὐγονίᾱ
εὔγυιος
εὐγωνίᾱ
εὐγώνιος
εὐδαίδαλος
εὐδαιμονέω
εὐδαιμονίᾱ
εὐδαιμονίζω
εὐδαιμονικός
εὐδαιμονισμός
View word page
εὔ-γομφος
εὔ-γομφοςονadjγόμφος of temple-doorsfinely rivetedE.

ShortDef

well-nailed, well-fastened

Debugging

Headword:
εὔγομφος
Headword (normalized):
εὔγομφος
Headword (normalized/stripped):
ευγομφος
IDX:
15913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15914
Key:
εὔγομφος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-γομφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-γομφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γόμφος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of temple-doors</Indic><Tr>finely riveted</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔγομφος'}