Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδιάβατος
ἀδιάβλητος
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιάκριτος
ἀδιαλείπτως
ἀδιάλλακτος
ἀδιάλυτος
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπλαστος
ἀδιάπτωτος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
ἀδιάφορος
ἀδιαχώριστος
ἀτλητέω
ἄτλητος
View word page
ἀ-διάπαυστος
ἀ-διάπαυστοςονadjδιαπαύομαι of a processunceasing, continuousPlb. ἀδιαπαύστωςadv continuouslyPlb.

ShortDef

not to be stilled, incessant, violent

Debugging

Headword:
ἀδιάπαυστος
Headword (normalized):
ἀδιάπαυστος
Headword (normalized/stripped):
αδιαπαυστος
IDX:
1590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1591
Key:
ἀδιάπαυστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-διάπαυστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-διάπαυστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διαπαύομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a process</Indic><Tr>unceasing, continuous</Tr><Au>Plb.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>ἀδιαπαύστως</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>continuously</Tr><Au>Plb.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'ἀδιάπαυστος'}