Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐγενίᾱ
εὐγεφῡ́ρωτος
εὔγεως
εὐγηρίᾱ
εὔγηρυς
εὐγήρως
εὐγλωσσίᾱ
εὔγλωσσος
εὔγματα
ἐύγναμπτος
εὔγνητος
εὐγνωμονέω
εὐγνωμοσύνη
εὐγνώμων
εὔγνωστος
εὔγομφος
εὐγονίᾱ
εὔγυιος
εὐγωνίᾱ
εὐγώνιος
εὐδαίδαλος
View word page
εὔ-γνητος
εὔ-γνητοςονadjγίγνομαι of myrtle twigsfrom good stockPhilox.Leuc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὔγνητος
Headword (normalized):
εὔγνητος
Headword (normalized/stripped):
ευγνητος
IDX:
15908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15909
Key:
εὔγνητος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-γνητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-γνητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γίγνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of myrtle twigs</Indic><Tr>from good stock</Tr><Au>Philox.Leuc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔγνητος'}