Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐγενέτᾱς
εὐγενής
εὐγενίᾱ
εὐγεφῡ́ρωτος
εὔγεως
εὐγηρίᾱ
εὔγηρυς
εὐγήρως
εὐγλωσσίᾱ
εὔγλωσσος
εὔγματα
ἐύγναμπτος
εὔγνητος
εὐγνωμονέω
εὐγνωμοσύνη
εὐγνώμων
εὔγνωστος
εὔγομφος
εὐγονίᾱ
εὔγυιος
εὐγωνίᾱ
View word page
εὔγματα
εὔγματατωνn.plεὔχομαι boastsOd.prayersA. S. Ar. Call.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὔγματα
Headword (normalized):
εὔγματα
Headword (normalized/stripped):
ευγματα
IDX:
15906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15907
Key:
εὔγματα

Data

{'headword_display': '<b>εὔγματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εὔγματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>εὔχομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>boasts</Tr><Au>Od.</Au></nS1><nS1><Tr>prayers</Tr><Au>A. S. Ar. Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εὔγματα'}