Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔβουλος
εὔβους
εὐγᾱθής
εὐγᾱ́θητος
εὖγε
εὔγειος
εὐγένεια
εὐγένειος
εὐγενέτᾱς
εὐγενής
εὐγενίᾱ
εὐγεφῡ́ρωτος
εὔγεως
εὐγηρίᾱ
εὔγηρυς
εὐγήρως
εὐγλωσσίᾱ
εὔγλωσσος
εὔγματα
ἐύγναμπτος
εὔγνητος
View word page
εὐγενίᾱ
εὐγενίᾱfseeεὐγένεια

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐγενίᾱ
Headword (normalized):
εὐγενίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ευγενια
IDX:
15898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15899
Key:
εὐγενίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>εὐγενίᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>εὐγενίᾱ</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>εὐγένεια</Ref></XR> </XE>', 'key': 'εὐγενίᾱ'}