Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδηφάγος
ἀδῄωτος
ἀδιάβατος
ἀδιάβλητος
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιάκριτος
ἀδιαλείπτως
ἀδιάλλακτος
ἀδιάλυτος
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπλαστος
ἀδιάπτωτος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
ἀδιάφορος
ἀδιαχώριστος
View word page
ἀ-διανόητος
ἀ-διανόητοςονadjδιανοητός of thingsinconceivablePl. unintelligiblePlb. ἀδιανοήτωςadv unthinkinglyPl.

ShortDef

unintelligible

Debugging

Headword:
ἀδιανόητος
Headword (normalized):
ἀδιανόητος
Headword (normalized/stripped):
αδιανοητος
IDX:
1588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1589
Key:
ἀδιανόητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-διανόητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-διανόητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διανοητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>inconceivable</Tr><Au>Pl.</Au></aS1> <aS1><Tr>unintelligible</Tr><Au>Plb.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>ἀδιανοήτως</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>unthinkingly</Tr><Au>Pl.</Au></advS1> </Adv> </AE>', 'key': 'ἀδιανόητος'}