Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστίᾱ
εὐάρμοστος
εὐάροτος
εὐάσματα
εὐασμός
εὐᾱχής
εὐᾱ́χητος
εὐβάστακτος
εὔβατος
εὐβοήθητος
Εὔβοια
εὔβοτος
εὔβοτρυς
εὐβουλίᾱ
εὔβουλος
εὔβους
εὐγᾱθής
εὐγᾱ́θητος
View word page
εὐ-βάστακτος
εὐ-βάστακτοςονadjβαστάζω of thingseasy to carryHdt. Arist.

ShortDef

easy to carry

Debugging

Headword:
εὐβάστακτος
Headword (normalized):
εὐβάστακτος
Headword (normalized/stripped):
ευβαστακτος
IDX:
15881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15882
Key:
εὐβάστακτος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-βάστακτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-βάστακτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βαστάζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>easy to carry</Tr><Au>Hdt. Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐβάστακτος'}