Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδηφαγίᾱ
ἀδηφάγος
ἀδῄωτος
ἀδιάβατος
ἀδιάβλητος
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιάκριτος
ἀδιαλείπτως
ἀδιάλλακτος
ἀδιάλυτος
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπλαστος
ἀδιάπτωτος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
ἀδιάφορος
View word page
ἀ-διάλυτος
ἀ-διάλυτοςονadjδιαλυτός of thingsindissolublePl. Plu. ἀδιαλύτωςadvwithout the possibility of coming to termsref. to making warPlb.

ShortDef

undissolved, indissoluble

Debugging

Headword:
ἀδιάλυτος
Headword (normalized):
ἀδιάλυτος
Headword (normalized/stripped):
αδιαλυτος
IDX:
1587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1588
Key:
ἀδιάλυτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-διάλυτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-διάλυτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διαλυτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>indissoluble</Tr><Au>Pl. Plu.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>ἀδιαλύτως</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Tr>without the possibility of coming to terms</Tr><ModVb>ref. to making war<Au>Plb.</Au></ModVb></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'ἀδιάλυτος'}