Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐαρεστοτέρως
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστίᾱ
εὐάρμοστος
εὐάροτος
εὐάσματα
εὐασμός
εὐᾱχής
εὐᾱ́χητος
εὐβάστακτος
εὔβατος
εὐβοήθητος
Εὔβοια
εὔβοτος
εὔβοτρυς
View word page
εὐ-άροτος
εὐ-άροτοςονadjἀρόω of landgood for ploughingAR.

ShortDef

well-ploughed

Debugging

Headword:
εὐάροτος
Headword (normalized):
εὐάροτος
Headword (normalized/stripped):
ευαροτος
IDX:
15876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15877
Key:
εὐάροτος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-άροτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-άροτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀρόω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of land</Indic><Tr>good for ploughing</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐάροτος'}