Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐᾱ́νωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐαρεστοτέρως
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστίᾱ
εὐάρμοστος
εὐάροτος
εὐάσματα
εὐασμός
εὐᾱχής
εὐᾱ́χητος
εὐβάστακτος
εὔβατος
εὐβοήθητος
View word page
εὐ-άρματος
εὐ-άρματοςονadjἅρμα of a ruler, a citypossessing fine chariotsPi. S.

ShortDef

with beauteous car

Debugging

Headword:
εὐάρματος
Headword (normalized):
εὐάρματος
Headword (normalized/stripped):
ευαρματος
IDX:
15873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15874
Key:
εὐάρματος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-άρματος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-άρματος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἅρμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ruler, a city</Indic><Tr>possessing fine chariots</Tr><Au>Pi. S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐάρματος'}