Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐαντής
εὐᾱ́νωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐαρεστοτέρως
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστίᾱ
εὐάρμοστος
εὐάροτος
εὐάσματα
εὐασμός
εὐᾱχής
εὐᾱ́χητος
εὐβάστακτος
εὔβατος
View word page
εὔ-αρκτος
εὔ-αρκτοςονadjἄρχω of a horse's moutheasily controlledw. the reinsA.

ShortDef

easy to govern, manageable

Debugging

Headword:
εὔαρκτος
Headword (normalized):
εὔαρκτος
Headword (normalized/stripped):
ευαρκτος
IDX:
15872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15873
Key:
εὔαρκτος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-αρκτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>εὔ-αρκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a horse's mouth</Indic><Tr>easily controlled<Expl>w. the reins</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'εὔαρκτος'}