Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐαντάω
εὐαντής
εὐᾱ́νωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐαρεστοτέρως
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστίᾱ
εὐάρμοστος
εὐάροτος
εὐάσματα
εὐασμός
εὐᾱχής
εὐᾱ́χητος
εὐβάστακτος
View word page
εὐ-αρίθμητος
εὐ-αρίθμητοςονadjἀριθμητός of persons or thingseasily countedPl. X. Arist.

ShortDef

easy to count

Debugging

Headword:
εὐαρίθμητος
Headword (normalized):
εὐαρίθμητος
Headword (normalized/stripped):
ευαριθμητος
IDX:
15871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15872
Key:
εὐαρίθμητος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-αρίθμητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-αρίθμητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀριθμητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons or things</Indic><Tr>easily counted</Tr><Au>Pl. X. Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐαρίθμητος'}