Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐᾱνορίᾱ
εὐαντάω
εὐαντής
εὐᾱ́νωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐαρεστοτέρως
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστίᾱ
εὐάρμοστος
εὐάροτος
εὐάσματα
εὐασμός
εὐᾱχής
εὐᾱ́χητος
View word page
εὐ-αρεστοτέρως
εὐ-αρεστοτέρωςcompar.advἀρεστός in a manner more acceptablew.dat.to someoneX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐαρεστοτέρως
Headword (normalized):
εὐαρεστοτέρως
Headword (normalized/stripped):
ευαρεστοτερως
IDX:
15870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15871
Key:
εὐαρεστοτέρως

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-αρεστοτέρως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>εὐ-αρεστοτέρως</HL><PS>compar.adv</PS><Ety><Ref>ἀρεστός</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>in a manner more acceptable<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone</Expl></Tr><Au>X.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'εὐαρεστοτέρως'}