Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐανθής
εὐᾱνορίᾱ
εὐαντάω
εὐαντής
εὐᾱ́νωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐαρεστοτέρως
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστίᾱ
εὐάρμοστος
εὐάροτος
εὐάσματα
εὐασμός
εὐᾱχής
View word page
εὐ-αποτείχιστος
εὐ-αποτείχιστοςονadjἀποτειχίζω of a harbour, occupants of a besieged cityeasy to cut off by building a wallTh. X.

ShortDef

easy to wall off, easy to blockade by circumvallation

Debugging

Headword:
εὐαποτείχιστος
Headword (normalized):
εὐαποτείχιστος
Headword (normalized/stripped):
ευαποτειχιστος
IDX:
15869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15870
Key:
εὐαποτείχιστος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-αποτείχιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-αποτείχιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀποτειχίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a harbour, occupants of a besieged city</Indic><Tr>easy to cut off by building a wall</Tr><Au>Th. X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐαποτείχιστος'}