Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐάνθεμος
εὐανθής
εὐᾱνορίᾱ
εὐαντάω
εὐαντής
εὐᾱ́νωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐαρεστοτέρως
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστίᾱ
εὐάρμοστος
εὐάροτος
εὐάσματα
εὐασμός
View word page
εὐ-απολόγητος
εὐ-απολόγητοςονadjἀπολογέομαι of a crimeeasily defendedPlu.

ShortDef

easy to excuse

Debugging

Headword:
εὐαπολόγητος
Headword (normalized):
εὐαπολόγητος
Headword (normalized/stripped):
ευαπολογητος
IDX:
15868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15869
Key:
εὐαπολόγητος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-απολόγητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-απολόγητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀπολογέομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a crime</Indic><Tr>easily defended</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐαπολόγητος'}