Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐᾱ́νεμος
εὐάνθεμος
εὐανθής
εὐᾱνορίᾱ
εὐαντάω
εὐαντής
εὐᾱ́νωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐαρεστοτέρως
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστίᾱ
εὐάρμοστος
εὐάροτος
εὐάσματα
View word page
εὐ-απόβατος
εὐ-απόβατοςονadjἀποβαίνω of an islandeasy to disembark onTh.

ShortDef

easy to disembark on, convenient for landing

Debugging

Headword:
εὐαπόβατος
Headword (normalized):
εὐαπόβατος
Headword (normalized/stripped):
ευαποβατος
IDX:
15867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15868
Key:
εὐαπόβατος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-απόβατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-απόβατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀποβαίνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an island</Indic><Tr>easy to disembark on</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐαπόβατος'}