Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐανδρίᾱ
εὔανδρος
εὐᾱ́νεμος
εὐάνθεμος
εὐανθής
εὐᾱνορίᾱ
εὐαντάω
εὐαντής
εὐᾱ́νωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐαρεστοτέρως
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστίᾱ
εὐάρμοστος
View word page
εὐ-απάτητος
εὐ-απάτητοςονadjἀπατάω easily deceivedPl.

ShortDef

easy to cheat

Debugging

Headword:
εὐαπάτητος
Headword (normalized):
εὐαπάτητος
Headword (normalized/stripped):
ευαπατητος
IDX:
15865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15866
Key:
εὐαπάτητος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-απάτητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-απάτητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀπατάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>easily deceived</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐαπάτητος'}