Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐανάπνευστος
εὐανδρέω
εὐανδρίᾱ
εὔανδρος
εὐᾱ́νεμος
εὐάνθεμος
εὐανθής
εὐᾱνορίᾱ
εὐαντάω
εὐαντής
εὐᾱ́νωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπολόγητος
εὐαποτείχιστος
εὐαρεστοτέρως
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
View word page
εὐᾱ́νωρ
εὐᾱ́νωρdial.adj seeεὐήνωρ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐᾱ́νωρ
Headword (normalized):
εὐᾱ́νωρ
Headword (normalized/stripped):
ευανωρ
IDX:
15863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15864
Key:
εὐᾱ́νωρ

Data

{'headword_display': '<b>εὐᾱ́νωρ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>εὐᾱ́νωρ</HL><PS>dial.adj</PS></HG> <XR>see<Ref>εὐήνωρ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'εὐᾱ́νωρ'}