Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁδήσω
ἀδηφαγέω
ἀδηφαγίᾱ
ἀδηφάγος
ἀδῄωτος
ἀδιάβατος
ἀδιάβλητος
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιάκριτος
ἀδιαλείπτως
ἀδιάλλακτος
ἀδιάλυτος
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπλαστος
ἀδιάπτωτος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιάφθορος
View word page
ἀδιαλείπτως
ἀδιαλείπτωςadvδιαλείπω without intermissioncontinuouslyPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀδιαλείπτως
Headword (normalized):
ἀδιαλείπτως
Headword (normalized/stripped):
αδιαλειπτως
IDX:
1585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1586
Key:
ἀδιαλείπτως

Data

{'headword_display': '<b>ἀδιαλείπτως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἀδιαλείπτως</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>διαλείπω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Def>without intermission</Def><Tr>continuously</Tr><Au>Plb.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἀδιαλείπτως'}