Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐάλωτος
εὐᾱμερίᾱ
εὐάμπυξ
εὐᾱ́ν
εὐανάγνωστος
εὐανάκλητος
εὐανάπνευστος
εὐανδρέω
εὐανδρίᾱ
εὔανδρος
εὐᾱ́νεμος
εὐάνθεμος
εὐανθής
εὐᾱνορίᾱ
εὐαντάω
εὐαντής
εὐᾱ́νωρ
εὐαπάλλακτος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
View word page
εὐᾱ́νεμος
εὐᾱ́νεμοςdial.adj seeεὐήνεμος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐᾱ́νεμος
Headword (normalized):
εὐᾱ́νεμος
Headword (normalized/stripped):
ευανεμος
IDX:
15857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15858
Key:
εὐᾱ́νεμος

Data

{'headword_display': '<b>εὐᾱ́νεμος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>εὐᾱ́νεμος</HL><PS>dial.adj</PS></HG> <XR>see<Ref>εὐήνεμος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'εὐᾱ́νεμος'}