Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐαίων
εὐαλαζόνευτος
εὐᾱλάκατος
εὐᾱ́λιος
εὐάλωτος
εὐᾱμερίᾱ
εὐάμπυξ
εὐᾱ́ν
εὐανάγνωστος
εὐανάκλητος
εὐανάπνευστος
εὐανδρέω
εὐανδρίᾱ
εὔανδρος
εὐᾱ́νεμος
εὐάνθεμος
εὐανθής
εὐᾱνορίᾱ
εὐαντάω
εὐαντής
εὐᾱ́νωρ
View word page
εὐ-ανάπνευστος
εὐ-ανάπνευστοςονadj of a sentence in the periodic styleable to be uttered in a single breathArist.

ShortDef

easy to repeat in a breath

Debugging

Headword:
εὐανάπνευστος
Headword (normalized):
εὐανάπνευστος
Headword (normalized/stripped):
ευαναπνευστος
IDX:
15853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15854
Key:
εὐανάπνευστος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-ανάπνευστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-ανάπνευστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a sentence in the periodic style</Indic><Tr>able to be uttered in a single breath</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐανάπνευστος'}