Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾍδης
ᾱ̔δήσειε
ἁδήσω
ἀδηφαγέω
ἀδηφαγίᾱ
ἀδηφάγος
ἀδῄωτος
ἀδιάβατος
ἀδιάβλητος
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιάκριτος
ἀδιαλείπτως
ἀδιάλλακτος
ἀδιάλυτος
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπλαστος
ἀδιάπτωτος
ἀδιάσπαστος
View word page
ἀ-διαίρετος
ἀ-διαίρετοςονadjδιαιρετός of propertyundividedArist. of thingsindivisibleArist.

ShortDef

undivided

Debugging

Headword:
ἀδιαίρετος
Headword (normalized):
ἀδιαίρετος
Headword (normalized/stripped):
αδιαιρετος
IDX:
1583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1584
Key:
ἀδιαίρετος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-διαίρετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-διαίρετος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διαιρετός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of property</Indic><Tr>undivided</Tr><Au>Arist.</Au></aS1> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>indivisible</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδιαίρετος'}