Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδῇος
ἀδήρῑτος
ᾱ̓δής
ᾍδης
ᾱ̔δήσειε
ἁδήσω
ἀδηφαγέω
ἀδηφαγίᾱ
ἀδηφάγος
ἀδῄωτος
ἀδιάβατος
ἀδιάβλητος
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιάκριτος
ἀδιαλείπτως
ἀδιάλλακτος
ἀδιάλυτος
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάπαυστος
View word page
ἀ-διάβατος
ἀ-διάβατοςονadjδιαβατός of a river or valleyimpassableX.

ShortDef

not to be passed

Debugging

Headword:
ἀδιάβατος
Headword (normalized):
ἀδιάβατος
Headword (normalized/stripped):
αδιαβατος
IDX:
1580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1581
Key:
ἀδιάβατος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-διάβατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-διάβατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διαβατός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a river or valley</Indic><Tr>impassable</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδιάβατος'}