Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑτεροιότης
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἑτερορρεπής
ἕτερος
ἑτερότης
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
ἑτεροφωνίᾱ
ἑτερόφωνος
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτέρως
ἑτέρωσε
ἐτέτλαμεν
ἔτετμον
ἐτετύγμην
ἔτης
ἐτησίαι
ἐτήσιος
View word page
ἑτερό-φωνος
ἑτερό-φωνοςονadjφωνή of an armyspeaking a different dialectA.

ShortDef

of different voice: foreign

Debugging

Headword:
ἑτερόφωνος
Headword (normalized):
ἑτερόφωνος
Headword (normalized/stripped):
ετεροφωνος
IDX:
15776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15777
Key:
ἑτερόφωνος

Data

{'headword_display': '<b>ἑτερό-φωνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἑτερό-φωνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φωνή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an army</Indic><Tr>speaking a different dialect</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἑτερόφωνος'}