Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑτερόζυξ
ἑτεροιόομαι
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἑτερορρεπής
ἕτερος
ἑτερότης
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
ἑτεροφωνίᾱ
ἑτερόφωνος
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτέρως
ἑτέρωσε
ἐτέτλαμεν
ἔτετμον
ἐτετύγμην
View word page
ἑτερό-τροπος
ἑτερό-τροποςονadjτρέπω of a person's luckturning in a different directioni.e. for the worseAr.

ShortDef

of different sort

Debugging

Headword:
ἑτερότροπος
Headword (normalized):
ἑτερότροπος
Headword (normalized/stripped):
ετεροτροπος
IDX:
15773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15774
Key:
ἑτερότροπος

Data

{'headword_display': '<b>ἑτερό-τροπος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἑτερό-τροπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέπω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person's luck</Indic><Tr>turning in a different direction<Expl>i.e. for the worse</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἑτερότροπος'}