Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑτεροζήλως
ἑτερόζυξ
ἑτεροιόομαι
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἑτερορρεπής
ἕτερος
ἑτερότης
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
ἑτεροφωνίᾱ
ἑτερόφωνος
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτέρως
ἑτέρωσε
ἐτέτλαμεν
ἔτετμον
View word page
ἑτερότης
ἑτερότηςητοςf otherness, divergenceArist. Plu.

ShortDef

otherness, difference

Debugging

Headword:
ἑτερότης
Headword (normalized):
ἑτερότης
Headword (normalized/stripped):
ετεροτης
IDX:
15772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15773
Key:
ἑτερότης

Data

{'headword_display': '<b>ἑτερότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἑτερότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>otherness, divergence</Tr><Au>Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἑτερότης'}