Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑτέρηφι
ἑτερόγλωττος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξίᾱ
ἑτεροζήλως
ἑτερόζυξ
ἑτεροιόομαι
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἑτερορρεπής
ἕτερος
ἑτερότης
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
ἑτεροφωνίᾱ
ἑτερόφωνος
ἑτέρωθεν
View word page
ἑτερο-κλινής
ἑτερο-κλινήςέςadjκλῑ́νω of groundinclining on one sideslopingunevenX.

ShortDef

leaning to one side, sloping

Debugging

Headword:
ἑτεροκλινής
Headword (normalized):
ἑτεροκλινής
Headword (normalized/stripped):
ετεροκλινης
IDX:
15767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15768
Key:
ἑτεροκλινής

Data

{'headword_display': '<b>ἑτερο-κλινής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἑτερο-κλινής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κλῑ́νω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ground</Indic><Def>inclining on one side</Def><Tr>sloping<or/>uneven</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἑτεροκλινής'}