Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑτεραλκής
ἑτερήμερος
ἑτέρηφι
ἑτερόγλωττος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξίᾱ
ἑτεροζήλως
ἑτερόζυξ
ἑτεροιόομαι
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἑτερορρεπής
ἕτερος
ἑτερότης
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
ἑτεροφωνίᾱ
View word page
ἑτεροῖος
ἑτεροῖοςIon.ηονadj of a person, climate, way of doing thingsof a different kindfr. anotherHdt.gener., of thingsPl.

ShortDef

of a different kind

Debugging

Headword:
ἑτεροῖος
Headword (normalized):
ἑτεροῖος
Headword (normalized/stripped):
ετεροιος
IDX:
15765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15766
Key:
ἑτεροῖος

Data

{'headword_display': '<b>ἑτεροῖος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἑτεροῖος</HL><Infl>ᾱ<VInfl><Lbl>Ion.</Lbl><FmInfl>η</FmInfl></VInfl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person, climate, way of doing things</Indic><Tr>of a different kind<Expl>fr. another</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au><aS2><Indic>gener., of things</Indic><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἑτεροῖος'}