Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμερος
ἑτέρηφι
ἑτερόγλωττος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξίᾱ
ἑτεροζήλως
ἑτερόζυξ
ἑτεροιόομαι
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἑτερορρεπής
ἕτερος
ἑτερότης
ἑτερότροπος
ἑτερόφθαλμος
View word page
ἑτεροιόομαι
ἑτεροιόομαιpass.contr.vb of thingsbe made different, be changedalteredHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑτεροιόομαι
Headword (normalized):
ἑτεροιόομαι
Headword (normalized/stripped):
ετεροιοομαι
IDX:
15764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15765
Key:
ἑτεροιόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἑτεροιόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἑτεροιόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of things</Indic><Tr>be made different, be changed<or/>altered</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἑτεροιόομαι'}