Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐτεκόμην
ἔτεμον
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμερος
ἑτέρηφι
ἑτερόγλωττος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξίᾱ
ἑτεροζήλως
ἑτερόζυξ
ἑτεροιόομαι
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἑτερορρεπής
ἕτερος
ἑτερότης
View word page
ἑτεροζήλως
ἑτεροζήλωςadvζῆλος with enthusiasm for one sidein a partisan wayHes.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑτεροζήλως
Headword (normalized):
ἑτεροζήλως
Headword (normalized/stripped):
ετεροζηλως
IDX:
15762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15763
Key:
ἑτεροζήλως

Data

{'headword_display': '<b>ἑτεροζήλως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἑτεροζήλως</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>ζῆλος</Ref></Ety></vHG> <advS1><Def>with enthusiasm for one side</Def><Tr>in a partisan way</Tr><Au>Hes.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἑτεροζήλως'}