Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔτειος
ἐτεκόμην
ἔτεμον
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμερος
ἑτέρηφι
ἑτερόγλωττος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξίᾱ
ἑτεροζήλως
ἑτερόζυξ
ἑτεροιόομαι
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
ἑτερορρεπής
ἕτερος
View word page
ἑτεροδοξίᾱ
ἑτεροδοξίᾱᾱςf thinking that one thing is anotherPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑτεροδοξίᾱ
Headword (normalized):
ἑτεροδοξίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ετεροδοξια
IDX:
15761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15762
Key:
ἑτεροδοξίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἑτεροδοξίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἑτεροδοξίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>thinking that one thing is another</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἑτεροδοξίᾱ'}