Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐτέθην
ἐτεθήπεα
ἔτειος
ἐτεκόμην
ἔτεμον
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμερος
ἑτέρηφι
ἑτερόγλωττος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξίᾱ
ἑτεροζήλως
ἑτερόζυξ
ἑτεροιόομαι
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
ἑτερόπλοος
View word page
ἑτερό-γναθος
ἑτερό-γναθοςονadjγνάθος of a horsewith jaws that differin sensitivity, one side being hard, the other softX.

ShortDef

with one side of the mouth harder than the other

Debugging

Headword:
ἑτερόγναθος
Headword (normalized):
ἑτερόγναθος
Headword (normalized/stripped):
ετερογναθος
IDX:
15759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15760
Key:
ἑτερόγναθος

Data

{'headword_display': '<b>ἑτερό-γναθος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἑτερό-γναθος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γνάθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a horse</Indic><Tr>with jaws that differ<Expl>in sensitivity, one side being hard, the other soft</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἑτερόγναθος'}