Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐτέθαπτο
ἐτέθην
ἐτεθήπεα
ἔτειος
ἐτεκόμην
ἔτεμον
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμερος
ἑτέρηφι
ἑτερόγλωττος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξίᾱ
ἑτεροζήλως
ἑτερόζυξ
ἑτεροιόομαι
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροκλινής
ἑτερομήκης
View word page
ἑτερό-γλωττος
ἑτερό-γλωττοςονAtt.adjγλῶσσα of personsof different speechspeaking a foreign languagePlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑτερόγλωττος
Headword (normalized):
ἑτερόγλωττος
Headword (normalized/stripped):
ετερογλωττος
IDX:
15758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15759
Key:
ἑτερόγλωττος

Data

{'headword_display': '<b>ἑτερό-γλωττος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἑτερό-γλωττος</HL><Infl>ον</Infl><PS>Att.adj</PS><Ety><Ref>γλῶσσα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Def>of different speech</Def><Tr>speaking a foreign language</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἑτερόγλωττος'}