Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἐτεή
ἐτέθαπτο
ἐτέθην
ἐτεθήπεα
ἔτειος
ἐτεκόμην
ἔτεμον
ἐτεός
ἑτεραλκής
ἑτερήμερος
ἑτέρηφι
ἑτερόγλωττος
ἑτερόγναθος
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξίᾱ
ἑτεροζήλως
ἑτερόζυξ
ἑτεροιόομαι
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροκλινής
View word page
ἑτέρηφι
ἑτέρηφι
ep.gen.dat.fem., also fem.dat.adv.
see
ἕτερος
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἑτέρηφι
Headword (normalized):
ἑτέρηφι
Headword (normalized/stripped):
ετερηφι
IDX:
15757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15758
Key:
ἑτέρηφι
Data
{'headword_display': '<b>ἑτέρηφι</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἑτέρηφι<LblR>ep.gen.dat.fem., also fem.dat.adv.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἕτερος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἑτέρηφι'}