Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἕστᾱκα
ἐστάλην
ἔστᾱν
ἕστασαν
ἐστέ
ἔστε
ἔστειλα
ἑστεώς
ἕστηκα
ἔστην
ἔστησα
ἐστί
ἑστίᾱ
ἑστιᾱ́ματα
ἑστίᾱσις
ἑστιᾱ́τωρ
ἑστιάω
ἑστιόομαι
ἑστιοῦχος
ἔστιχον
ἑστιῶτις
View word page
ἔστησα
ἔστησα
aor.
ἔστησαν
2
3pl.
see
ἵστημι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔστησα
Headword (normalized):
ἔστησα
Headword (normalized/stripped):
εστησα
IDX:
15686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15687
Key:
ἔστησα
Data
{'headword_display': '<b>ἔστησα</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἔστησα<LblR>aor.</LblR></RefFm><RefFm>ἔστησαν<Hm>2</Hm><LblR>3pl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἵστημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἔστησα'}