Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἔσται
ἕστᾱκα
ἐστάλην
ἔστᾱν
ἕστασαν
ἐστέ
ἔστε
ἔστειλα
ἑστεώς
ἕστηκα
ἔστην
ἔστησα
ἐστί
ἑστίᾱ
ἑστιᾱ́ματα
ἑστίᾱσις
ἑστιᾱ́τωρ
ἑστιάω
ἑστιόομαι
ἑστιοῦχος
ἔστιχον
View word page
ἔστην
ἔστην
athem.aor.
ἔστησαν
1
3pl.
see
ἵσταμαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔστην
Headword (normalized):
ἔστην
Headword (normalized/stripped):
εστην
IDX:
15685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15686
Key:
ἔστην
Data
{'headword_display': '<b>ἔστην</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἔστην<LblR>athem.aor.</LblR></RefFm><RefFm>ἔστησαν<Hm>1</Hm><LblR>3pl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἵσταμαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἔστην'}