Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄδερκτος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
ἀδευκής
ἀδέψητος
ᾱ̓δέω
ἀδήιος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
ἀδήλητος
ἄδηλος
ἀδηλότης
ἀδημονέω
ἀδημονίᾱ
ἅδην
ἀδηνής
ἀδῇος
ἀδήρῑτος
ᾱ̓δής
ᾍδης
View word page
ἀ-δήλητος
ἀ-δήλητοςονadjδηλέομαι of a god's hairunspoiltby cuttingAR.

ShortDef

unhurt

Debugging

Headword:
ἀδήλητος
Headword (normalized):
ἀδήλητος
Headword (normalized/stripped):
αδηλητος
IDX:
1563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1564
Key:
ἀδήλητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-δήλητος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀ-δήλητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δηλέομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a god's hair</Indic><Tr>unspoilt<Expl>by cutting</Expl></Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀδήλητος'}