Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐρῳδιός
ἐρωέω
ἐρωέω
ἐρωή
ἐρωή
ἐρωίᾱ
ἔρως
ἐρωτάω
ἐρώτημα
ἐρώτησις
ἐρωτητικός
ἐρωτικός
ἐρωτίς
ἐρωτύλα
ἐρωτύλος
ἐς
ἐς
ἐσ-
ἔσαλτο
ἕσαν
ἔσαν
View word page
ἐρωτητικός
ἐρωτητικόςή όνadjof personsableapt to ask questionsPl.

ShortDef

skilled in questioning

Debugging

Headword:
ἐρωτητικός
Headword (normalized):
ἐρωτητικός
Headword (normalized/stripped):
ερωτητικος
IDX:
15602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15603
Key:
ἐρωτητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐρωτητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐρωτητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>able<or/>apt to ask questions</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐρωτητικός'}