Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδελφιδοῦς
ἀδελφίζω
ἀδελφικός
ἀδελφός
ἄδενδρος
ἄδερκτος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
ἀδευκής
ἀδέψητος
ᾱ̓δέω
ἀδήιος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
ἀδήλητος
ἄδηλος
ἀδηλότης
ἀδημονέω
ἀδημονίᾱ
ἅδην
View word page
ἀ-δέψητος
ἀ-δέψητοςονadjprivatv.prfx.,δέψω of oxhide, a lionskinuntannedOd. AR.

ShortDef

untanned

Debugging

Headword:
ἀδέψητος
Headword (normalized):
ἀδέψητος
Headword (normalized/stripped):
αδεψητος
IDX:
1558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1559
Key:
ἀδέψητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-δέψητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-δέψητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>δέψω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of oxhide, a lionskin</Indic><Tr>untanned</Tr><Au>Od. AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδέψητος'}