Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑρσήεις
ἔρσην
ἐρυγγάνω
ἐρυγεῖν
ἐρύγμηλος
ἐρυθαίνω
ἐρύθημα
ἐρυθραίνομαι
ἐρυθριάω
ἐρυθροδάκτυλος
ἐρυθρόπους
ἐρυθρός
ἐρύθω
ἐρῡκανάω
ἐρῡ́κω
ἔρυμα
ἔρυμαι
ἐρυμνός
ἐρυμνότης
ἐρύομαι
ἐρυσάρματες
View word page
ἐρυθρό-πους
ἐρυθρό-πουςποδοςmπούς a kind of birdperh.redshankAr.

ShortDef

red-footed; (n) a bird species

Debugging

Headword:
ἐρυθρόπους
Headword (normalized):
ἐρυθρόπους
Headword (normalized/stripped):
ερυθροπους
IDX:
15565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15566
Key:
ἐρυθρόπους

Data

{'headword_display': '<b>ἐρυθρό-πους</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐρυθρό-πους</HL><Infl>ποδος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>a kind of bird</Def><nS2><Qualif>perh.</Qualif><Tr>redshank</Tr><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ἐρυθρόπους'}