Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐρρώοντο
ἔρρωσα
ἕρση
ἑρσήεις
ἔρσην
ἐρυγγάνω
ἐρυγεῖν
ἐρύγμηλος
ἐρυθαίνω
ἐρύθημα
ἐρυθραίνομαι
ἐρυθριάω
ἐρυθροδάκτυλος
ἐρυθρόπους
ἐρυθρός
ἐρύθω
ἐρῡκανάω
ἐρῡ́κω
ἔρυμα
ἔρυμαι
ἐρυμνός
View word page
ἐρυθραίνομαι
ἐρυθραίνομαιmid.vb of personsbecome redblushX. Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐρυθραίνομαι
Headword (normalized):
ἐρυθραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
ερυθραινομαι
IDX:
15562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15563
Key:
ἐρυθραίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐρυθραίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐρυθραίνομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic><Def>become red</Def><Tr>blush</Tr><Au>X. Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐρυθραίνομαι'}