Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδελφεοκτόνος
ἀδελφεός
ἀδελφή
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφιδοῦς
ἀδελφίζω
ἀδελφικός
ἀδελφός
ἄδενδρος
ἄδερκτος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
ἀδευκής
ἀδέψητος
ᾱ̓δέω
ἀδήιος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
ἀδήλητος
View word page
ἄ-δερκτος
ἄ-δερκτοςονadjδέρκομαι of eyessightless, blindS. ἀδέρκτωςadvwithout lookingS.

ShortDef

not seeing

Debugging

Headword:
ἄδερκτος
Headword (normalized):
ἄδερκτος
Headword (normalized/stripped):
αδερκτος
IDX:
1553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1554
Key:
ἄδερκτος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-δερκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-δερκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δέρκομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of eyes</Indic><Tr>sightless, blind</Tr><Au>S.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>ἀδέρκτως</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Tr>without looking</Tr><Au>S.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'ἄδερκτος'}