Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδελφᾱ́
ἀδελφεοκτόνος
ἀδελφεός
ἀδελφή
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφιδοῦς
ἀδελφίζω
ἀδελφικός
ἀδελφός
ἄδενδρος
ἄδερκτος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
ἀδευκής
ἀδέψητος
ᾱ̓δέω
ἀδήιος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
View word page
ἄ-δενδρος
ἄ-δενδροςονadjprivatv.prfx.,δένδρεον treelessPlb. Plu.

ShortDef

without trees

Debugging

Headword:
ἄδενδρος
Headword (normalized):
ἄδενδρος
Headword (normalized/stripped):
αδενδρος
IDX:
1552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1553
Key:
ἄδενδρος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-δενδρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-δενδρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>δένδρεον</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>treeless</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄδενδρος'}