Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ἑρμαφρόδῑτος
Ἑρμᾱ́ων
Ἑρμῄδιον
ἑρμηνείᾱ
ἑρμήνευμα
ἑρμηνεύς
ἑρμηνευτής
ἑρμηνευτικός
ἑρμηνεύω
Ἑρμῆς
Ἑρμῑ́διον
ἑρμῑ́ς
ἑρμογλυφεῖον
Ἑρμοκοπίδαι
ἔρνος
ἔρνυγας
ἔρξα
ἔρξα
ἐρξίης
ἐρόεις
ἔρομαι
View word page
Ἑρμῑ́διον
Ἑρμῑ́διονnseeἙρμῄδιον

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἑρμῑ́διον
Headword (normalized):
ἑρμῑ́διον
Headword (normalized/stripped):
ερμιδιον
IDX:
15515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15516
Key:
Ἑρμῑ́διον

Data

{'headword_display': '<b>Ἑρμῑ́διον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Ἑρμῑ́διον</HL><PS>n</PS></HG><XR>see<Ref>Ἑρμῄδιον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Ἑρμῑ́διον'}