Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑρμαῖος
Ἔρμαις
ἕρματα
Ἑρμαφρόδῑτος
Ἑρμᾱ́ων
Ἑρμῄδιον
ἑρμηνείᾱ
ἑρμήνευμα
ἑρμηνεύς
ἑρμηνευτής
ἑρμηνευτικός
ἑρμηνεύω
Ἑρμῆς
Ἑρμῑ́διον
ἑρμῑ́ς
ἑρμογλυφεῖον
Ἑρμοκοπίδαι
ἔρνος
ἔρνυγας
ἔρξα
ἔρξα
View word page
ἑρμηνευτικός
ἑρμηνευτικόςή όνadjof the artof an interpreterPl.

ShortDef

of or for interpreting

Debugging

Headword:
ἑρμηνευτικός
Headword (normalized):
ἑρμηνευτικός
Headword (normalized/stripped):
ερμηνευτικος
IDX:
15512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15513
Key:
ἑρμηνευτικός

Data

{'headword_display': '<b>ἑρμηνευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἑρμηνευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of the art</Indic><Tr>of an interpreter</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἑρμηνευτικός'}